- λεοντηδόν
- λεοντηδόν (Α)επίρρ. σαν λιοντάρι, γενναία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ-ηδόν, κρουν-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεοντηδόν — like a lion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ԱՌԻՒԾԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0305 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c մ. λεοντηδόν leonino more, in modo leonum Իբրեւ զառիւծ. ... *Առիւծաբար յարձակիլ, մռնչել, գոչել. ՟Բ. Մակ. ՟Ժ՟Ա. 11: Խոր. ՟Բ. 22: Եղիշ.: Փարպ.: *Առիւծաբար տապալէին զտիեզերս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)